- προσεσις
- πρόσεσιςπρόσ-εσις-εως ἥ прием (внутрь)
(τῶν σιτίων Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῶν σιτίων Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόσεσις — έσεως, ἡ, Α [προσίημι] (σχετικά με τροφή) λήψη («πρόσεσις σιτίων», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
πρόσεσιν — πρόσεσις putting to fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέσει — πρόσειμι 1 sum fut ind mid 2nd sg πρόσεσις putting to fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσέσεϊ , πρόσεσις putting to fem dat sg (epic) πρόσεσις putting to fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέσι — προσέσῑ , πρόσεσις putting to fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)